- μεταλλακτός
- -ή, -ό (Α μεταλλακτός, -ή, -όν) [μεταλλάσσω]νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν)η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν τής ύλης»)αρχ.1. μεταβεβλημένος2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.